- μονοφάγος
- -ο (ΑΜ μονοφάγος, -ον)αυτός που τρώει μόνος του, χωρίς άλλους («ἐπεὶ τίνα τρόπον μονοφάγος τις ὤν τὸ ἦθος, καὶ γαστρίμαργος», ΠΔ)νεοελλ.1. αυτός που τρώει μόνο μία φορά την ημέρα2. αυτός που τρώει μόνον ένα είδος φαγητούαρχ.1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οί μονοφάγοιθρησκευτικές ομάδες οι οποίες προσέφεραν θυσία στον θεό Ποσειδώνα επί δεκαέξι ημέρες και έτρωγαν σιωπηλοί μόνοι τους2. (το υπερθ.) μονοφαγίστατος, -άτη, -οναυτός που τρώει τα πάντα μόνος, αδηφάγος («πολὺ κυνῶν ἁπάντων ἄνδρα μονοφαγίστατον», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -φάγος*].
Dictionary of Greek. 2013.